εντερίτιδα

εντερίτιδα
Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται γαστρεντερίτιδα. Τα συχνότερα αίτια είναι τοξικές ουσίες μικροβιακής προέλευσης (τροφικές δηλητηριάσεις, σαλμονελώσεις, δυσεντερία, τυφοειδής πυρετός κ.ά.), διατροφή σε υπερβολική ποσότητα ή ακατάλληλη ποιότητα (ερεθιστικές ή δύσπεπτες τροφές), χημικές τοξικές ουσίες (αρσενικό, μόλυβδος), αλλεργίες, συναισθηματική ένταση κ.ά. Συχνότερα η ε. είναι καταρροϊκού τύπου, αλλά μπορεί να είναι ελκώδης και νεκρωτική. Η γενική συμπτωματολογία περιλαμβάνει πόνους στην κοιλιά και διαρροϊκές κενώσεις, που περιέχουν άπεπτες τροφές αναμεμειγμένες με βλέννα, αίμα και τεμάχια νεκρωτικού βλεννογόνου. Η εμφάνιση ναυτίας και εμετού υποδηλώνει συνήθως συμμετοχή του στομάχου. Ανάλογα με το παθογόνο αίτιο, η γενική συμμετοχή του οργανισμού είναι περισσότερο ή λιγότερο βαριά: πυρετός, ηπατικές, νεφρικές και καρδιοκυκλοφορικές διαταραχές, αφυδάτωση κ.ά. Στις χρόνιες μορφές η συμπτωματολογία είναι λιγότερο τυπική και η κλινική εικόνα κυριαρχείται από κοιλιακά ενοχλήματα και από την επακόλουθη πλημμελή θρέψη. Η θεραπευτική αγωγή της οξείας μορφής βασίζεται στην κατάλληλη δίαιτα, στη χρήση αντισηπτικών ή αντιβιοτικών και αντισπασμωδικών του εντέρου, καθώς και όλων εκείνων των μέσων που μπορούν να διατηρήσουν τη γενική κατάσταση του οργανισμού στις καλύτερες δυνατές συνθήκες (ενυδάτωση, παρεντερική σίτιση κ.ά.). Ιδιαίτερη μορφή είναι η επονομαζόμενη κατά τόπους ε. ή τελική ειλεΐτιδα ή νόσος του Crohn: ο ασθενής υποφέρει κατά περιόδους από κωλικούς της κοιλιάς, που συνοδεύονται από ογκώδεις διαρροϊκές κενώσεις και ψυχολογικές διαταραχές. Η αιτιολογία της νόσου αυτής είναι άγνωστη, ωστόσο πιθανολογούνται αλλεργικά αίτια, ενώ από πολλούς ερευνητές έχουν ενοχοποιηθεί και ψυχοσωματικοί παράγοντες.
* * *
η
οξεία ή χρόνια φλεγμονή τού λεπτού εντέρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εντερίτιδα — η (ιατρ.), καταρροϊκή φλεγμονή του βλεννογόνου υμένα του εντέρου (ιδίως του λεπτού), που συνοδεύεται από διάρροια, πυρετό και κολικούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντεριτικός — ή εντεριτιδικός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην εντερίτιδα 2. αυτός που πάσχει από εντερίτιδα …   Dictionary of Greek

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

  • εντεριτικός — ή, ό 1. που είναι της εντερίτιδας (βλ. λ.), που αναφέρεται στην εντερίτιδα. 2. αυτός που πάσχει από εντερίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολοβακίλλωση — και κολιβακίλλωση, η 1. ιατρ. λοίμωξη που προκαλείται από παθογόνο κολοβακτηρίδιο και η οποία εντοπίζεται συχνά στο πεπτικό σύστημα 2. (κτην.) νόσος διαφόρων κατοικίδιων ζώων που εκδηλώνεται με τρεις κύριες μορφές, την κολοβακτηριακή σηψαιμία,… …   Dictionary of Greek

  • κολοβακτήριο — Κινητό βακτήριο της τάξης των ευβακτηρίων· η επιστημονική του ονομασία είναι Escherichia coli, ενώ παλαιότερα ήταν γνωστό ως Bacterium coli. Έχει ραβδοειδές σχήμα, δεν σχηματίζει σπόρια και είναι αρνητικό κατά Γκραμ. Είναι αερόβιο, ζει όμως και… …   Dictionary of Greek

  • πανλευκοπενία — η (κτην.) η σημαντικότερη ίωση που προσβάλλει τη γάτα, αλλ. πανώλης τής γάτας ή λοιμώδης εντερίτιδα …   Dictionary of Greek

  • πνευμοεντερίτιδα — η, Ν (κτην.) παλιά ονομασία ασθενειών, όπως τής μεταδοτικής πνευμονίας τών χοίρων ή τού αλόγου, η οποία συνδυάζεται πολλές φορές με εντερίτιδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumoenteritis (< πνεύμα + εντερίτιδα). Η λ. στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • σαλμονέλ(λ)ωση — η, Ν 1. ιατρ. γενικός όρος που αναφέρεται στις μολύνσεις από τα βακτήρια τού γένους σαλμονέλ(λ)α, μολύνσεις στις οποίες περιλαμβάνονται ο τυφοειδής και παρατυφοειδής πυρετός, καθώς και μία σειρά τροφικών λοιμώξεων με γαστρεντερική εντόπιση και,… …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλίαση — η, Ν 1. (κτην.) παρασιτική νόσος τών κατοικίδιων ζώων που προκαλείται από νηματώδεις σκώληκες τής οικογένειας στρογγυλίδες και άλλων συγγενικών οικογενειών 2. φρ. α) «εντερική στρογγυλίαση» στρογγυλίαση τών ιπποειδών, που παρατηρείται κυρίως στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”